ἀκηδιαστής

ἀκηδιαστής
ἀκηδ-ιαστής, Hsch. and Suid.
A s.v. ἀσηκόρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακηδιαστής — ἀκηδιαστής, ο (AM) [ἀκηδιῶ] αμελής, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • неоунываньникъ — НЕОУНЫВАНЬНИК|Ъ (1*), А с. Тот, кто беспечен, небрежен: никтоже шепотникъ. никтоже неѹныванникъ. (ἀκηδιαστής) ФСт XIV, 186б. Ср. ѹнываньникъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακηδιώ — ἀκηδιῶ ( άω) (AM) 1. γίνομαι νωθρός, αδιάφορος, αδιαφορώ 2. είμαι εξαντλημένος, εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδία. ΠΑΡ. αρχ. ἀκηδιασμός αρχ. μσν. ἀκηδιαστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”